πουτσαράς

πουτσαράς
ο, Ν
1. αυτός που έχει μεγάλος πέος
2. αυτός που έχει μεγάλη αντοχή στην ερωτική επαφή
3. αυτός που έχει μεγάλη αντοχή στα αφροδίσια νοσήματα
4. (γενικά) άνθρωπος ρωμαλέος, βαρβάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούτσος + μεγεθ. κατάλ. -αράς (πρβλ. σωματ-αράς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”